- κομψως
- κομψῶς1) остроумно, тонко, искусно
(λέγεσθαι Plat., Arst.)
2) изысканно, изящно, затейливо(οἰνοχοεῖν Xen.; διακονεῖσθαι αὑτῷ Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέγεσθαι Plat., Arst.)
(οἰνοχοεῖν Xen.; διακονεῖσθαι αὑτῷ Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομψώς — (ΑM κομψῶς) βλ. κομψός … Dictionary of Greek
κομψῶς — κομψός nice adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
PINCERNA — ministerpocula mensae ingerens: qualis Ganymedes, a Diis raptus, fertur Iovi pocula ministrâsse. Unde Ausonius, Technopaegniô, v. 19. de Historiis. Stat Iovis ad cyathum, generat quem Dardanius Tros. Seneca, Ep. 47. Alius vini minister, in… … Hofmann J. Lexicon universale